ασπίτωτος

ασπίτωτος
-η, -ο [σπιτώνω]
1. ο άσπιτος, ο άστεγος
2. (για γυναίκα ελευθερίων ηθών) που δεν έχει σπιτωθεί, που δεν την έχει εγκαταστήσει κάπου ο «προστάτης» της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ασπίτωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σπίτι δικό του, ο άστεγος: Είμαι ακόμη ασπίτωτος. 2. (για γυναίκες με ελευθέρια ήθη), αυτή που ο εραστής της δεν την εγκατάστησε ακόμη στο δικό του σπίτι: Την έχει ακόμη ασπίτωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”